- ἐφοδεύεται
- ἐφοδεύωgo the roundspres ind mp 3rd sgἐφοδεύωgo the roundspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφοδεύω — (ΑΜ ἐφοδεύω) [έφοδος] επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδεία αρχ. 1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.) 2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ («ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ … Dictionary of Greek